οκλαδία — ὀκλαδία, ἡ (Α) κάθισμα με κάμψη γονάτων, όκλαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω] … Dictionary of Greek
ὀκλαδίας — ὀκλαδίᾱς , ὀκλαδία fem acc pl ὀκλαδίᾱς , ὀκλαδία fem gen sg (attic doric aeolic) ὀκλαδίᾱς , ὀκλαδίας folding chair masc acc pl ὀκλαδίᾱς , ὀκλαδίας folding chair masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκλαδίαι — ὀκλαδίᾱͅ , ὀκλαδία fem dat sg (attic doric aeolic) ὀκλαδίας folding chair masc nom/voc pl ὀκλαδίᾱͅ , ὀκλαδίας folding chair masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκλαδίαν — ὀκλαδίᾱν , ὀκλαδία fem acc sg (attic doric aeolic) ὀκλαδίᾱν , ὀκλαδίας folding chair masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀκλαδίας folding chair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκλαδιᾶν — ὀκλαδία fem gen pl (doric aeolic) ὀκλαδίας folding chair masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… … Dictionary of Greek
οκλαδιώ — ὀκλαδιῶ, άω (Α) κάμπτω τα γόνατα, οκλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀκλαδ (πρβλ. ὀκλάς, άδος, ὀκλαδία, ὀκλαδίας) + κατάλ. ιῶ, πρβλ. ερωτ ιώ (βλ. και λ. οκλάζω)] … Dictionary of Greek